πλάσμα

πλάσμα
πλάσμα, ατος, τό (πλάσσω; Aristoph., Pla.+; PGM 4, 212; 304; 5, 378; LXX; En 104:10; TestSol 18:20; TestNapht 2:5; ApcSed; ApcMos 37; Philo; Jos., C. Ap. 1, 254; 2, 122; Just., D. 40, 1) that which is formed or molded, image, figure μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι; can what is molded say to its molder? Ro 9:20 (Is 29:16; Ro 9:21 proceeds to mention κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ; cp. Aristoph., Av. 686 πλάσματα πηλοῦ). ὁ παντοκράτωρ … μὴ βουλόμενος ἀκυρῶσαι τὸ ἴδιον πλάσμα the Almighty … not wishing to spoil (invalidate) his own handiwork AcPlCor 2:12. The account of the creation (Gen 1:26) is interpreted w. ref. to regeneration, and the Christians speak of themselves as τὸ καλὸν πλ. ἡμῶν our beautiful creation B 6:12. The words φθορεῖς πλάσματος θεοῦ 20:2 need not be understood fr. this as a background; as the parallel D 5:2 shows, it comes fr. a different complex of ideas. Beside φονεῖς τέκνων it could mean those who destroy what God has formed in the womb, by abortion (but s. φθορεύς).—M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλάσμα — anything formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του πλάθω, δημιούργημα, κατασκεύασμα: Πλάσματα της φαντασίας. 2. άνθρωπος εξαιρετικά όμορφος: Συνόδευε ένα κορίτσι, σωστό πλάσμα. 3. (φυσιολ.), ρευστό μέρος του αίματος, όπου βρίσκονται τα αιμοσφαίρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάσμ' — πλάσμα , πλάσμα anything formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλασμάτων — πλάσμα anything formed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσμασι — πλάσμα anything formed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσμασιν — πλάσμα anything formed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσματα — πλάσμα anything formed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσματι — πλάσμα anything formed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσματος — πλάσμα anything formed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”